μεσοθήλιο

μεσοθήλιο
Μεμονωμένη στιβάδα μεγάλων πλατυσμένων κυττάρων, που επενδύει το περιτόναιο, τον υπεξωκότα και το περικάρδιο.
* * *
το
ανατ. το ενδοθήλιο τού ορογόνου υμένα τών μεγάλων σπλαγχνικών κοιλοτήτων που παράγεται από το εμβρυϊκό μεσόδερμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μεσεπιθήλιο — το βιολ. το μεσοθήλιο …   Dictionary of Greek

  • μεσοθηλίωμα — Σπάνιος καρκινικός όγκος των μεμβρανών που καλύπτουν τους πνεύμονες και του επιθηλίου της θωρακικής κοιλότητας. Αιτιολογικά συνδέεται με έκθεση στον αμίαντο. * * * το ιατρ. σπάνιος καλοήθης ή κακοήθης όγκος που εκπορεύεται από το μεσοθήλιο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”